ανεγνώριμος

ανεγνώριμος
-η, -ο
1. ο άγνωρος*
2. ο αγνώριμος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγνώριμος — και ανεγνώριμος, η, ο [γνώριμος] 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. άγνωστος, ξένος …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριμος — και ανεγνώριμος, η, ο (Α ἀναγνώριμος) αυτός που δεν τόν αναγνωρίζει κανείς ή τόν αναγνωρίζει με δυσκολία λόγω αλλοιώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + γνώριμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”